Home > Όροι > Σερβικά > pojačavač

pojačavač

Uređaj koji povećava amplitudu električnog signala, pogotovu uređaj koji koristi tranzistore i elektronske cevi.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): amp_₀
  • Blossary: Viser
  • Κλάδος/Τομέας: Events
  • Category: Awards
  • Company: Volkswagen
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

sladjana milinkovic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα Category: Terminology

Трка језика

One of the first online language competitions that allows users to add terms and definitions in their native languages at TermWiki.com in order to ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

British food

Κατηγορία: Food   1 1 Όροι

Rhetoric of the American Revolution

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 20 Όροι