Home > Όροι > Σερβικά > средства

средства

Anything of monetary value that is owed by a person. Assets include real property, personal property, and enforceable claims against others (including bank accounts, stocks, mutual funds, and so on).

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Real estate
  • Category: General
  • Company: Century 21
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Armana
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 11

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Personal care products Category: Makeup

руменило

Usually a peachy or pinkish highlighter used to create natural rosy cheeks. Applied properly, blush can create a refreshed and energetic look.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Exercise

Κατηγορία: Health   2 20 Όροι

Rock Bands of the '70s

Κατηγορία: Ιστορία   1 10 Όροι