Home > Όροι > Σερβικά > кардиган

кардиган

1. A modification of the rib-knitting stitch to allow tucking on one (half cardigan) or both(full cardigan) sets of needles. 2. A sweater that buttons down the front.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Textiles
  • Category: Manufactured fibers
  • Company: Celanese
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

pedja1983
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 5

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Tourism & hospitality Category: Travel services

opomena

to compete very strongly against someone who is expected to win a competition

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Most Expensive Desserts

Κατηγορία: Food   2 6 Όροι

Forex Jargon

Κατηγορία: Business   2 19 Όροι