Home > Όροι > Σερβικά > кардиган
кардиган
1. A modification of the rib-knitting stitch to allow tucking on one (half cardigan) or both(full cardigan) sets of needles. 2. A sweater that buttons down the front.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Textiles
- Category: Manufactured fibers
- Company: Celanese
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Tourism & hospitality Category: Travel services
opomena
to compete very strongly against someone who is expected to win a competition
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Yachting(31)
- Ship parts(4)
- Boat rentals(2)
- General sailing(1)
Sailing(38) Terms
- Christmas(52)
- Easter(33)
- Spring festival(22)
- Thanksgiving(15)
- Spanish festivals(11)
- Halloween(3)
Festivals(140) Terms
- Δημοσιογραφία(537)
- Τύπος(79)
- Δημοσιογραφία έρευνας(44)
Ειδήσεις(660) Terms
- Διαλέξεις(3667)
- Οργάνωση Εορτών(177)
- Έκθεση(1)
Συνέλευση(3845) Terms
- Alcohol & Hydroxybenzene & Ether(29)
- Pigments(13)
- Organic acids(4)
- Intermediates(1)