Home > Όροι > Σερβικά > клијент
клијент
A person in a real estate transaction that employs another to advise, represent, or provide professional services.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Real estate
- Category: General
- Company: Century 21
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Psychiatry Category: Phobias
akustikofobija
Akustikofobija ili fonofobija je strah od glasnih zvukova. Može da označava i strah od glasova, ili strah od vlastitog glasa. Na primer, slušanje CD-a ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Manufactured fibers(1805)
- Fabric(212)
- Sewing(201)
- Fibers & stitching(53)
Textiles(2271) Terms
- Chocolate(453)
- Hard candy(22)
- Gum(14)
- Gummies(9)
- Lollies(8)
- Caramels(6)
Γλυκά και Ζαχαροπλαστική(525) Terms
- Film titles(41)
- Film studies(26)
- Filmmaking(17)
- Film types(13)
Cinema(97) Terms
- Κοσμήματα(850)
- Style, cut & fit(291)
- Μάρκες & ετικέτες(85)
- Γενική μόδα(45)