Home > Όροι > Σερβικά > компактор

компактор

A machine developed by Fabric Research Laboratories which is used to compact fabrics or to produce warp-stretch fabrics by means of forced crimp and/or shrinkage of the warp yarn.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Textiles
  • Category: Manufactured fibers
  • Company: Celanese
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

sladjana milinkovic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα Category: Terminology

Трка језика

One of the first online language competitions that allows users to add terms and definitions in their native languages at TermWiki.com in order to ...