Home > Όροι > Σερβικά > krastavac

krastavac

A long, green, cylinder-shaped member of the gourd family with edible seeds surrounded by mild, crisp flesh. Used for making pickles and usually eaten raw. Cucumbers have been cultivated for thousands of years.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables
  • Category: Fruits
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

padimo
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Electrical equipment Category: Electricity

električna opasnost

A dangerous condition such that contact or equipment failure can result in electric shock, arc flash burn, thermal burn, or blast.

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Self-Reliance

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 20 Όροι

Terms that will change the way we live; Internet of Things (IoT)

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 7 Όροι