Home > Όροι > Σερβικά > електрон

електрон

A fundamental constituent of matter. Along with protons and neutrons, electrons are the building blocks of atoms. They have negative electric charge.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Physics
  • Category: Particle physics
  • Company: Berkeley
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

sonjap
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Fruits

krastavac

A long, green, cylinder-shaped member of the gourd family with edible seeds surrounded by mild, crisp flesh. Used for making pickles and usually eaten ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Tools

Κατηγορία: Other   1 20 Όροι

Indonesia

Κατηγορία: Γεωγραφία   2 7 Όροι