Home > Όροι > Σερβικά > плодност

плодност

Being able to conceive and carry a baby to term.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Parenting
  • Category: Pregnancy
  • Company: Everyday Health
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

jelena milic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υγεία Category: Pharmacy

фармакологија

Поље медицине и биологијекоје се бави проучаванјем деловања лекова. Као лек се подразумевају сви они производи које је човек створио, природне или од ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Earthquakes

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 20 Όροι

My favorite Hollywood actresses

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 5 Όροι