Home > Όροι > Σερβικά > монтажа

монтажа

1. (обично плурал) намештај и опрема 2. прављење или уклапање, прилагођавајући се околностима

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

padimo
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

усмене вештине

skills or abilities in oral speech, ability of speech, fluency in speaking

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

10 Most Popular YouTubers

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 10 Όροι

Super-Villains

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 9 Όροι

Browers Terms By Category