Home > Όροι > Σερβικά > грам (g)

грам (g)

A thousandth of the metric standard unit of mass (see kg). The gram was originally based upon the weight of a cubic centimeter of water, which still approximates the current value.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

sinisa632
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Γενικό θρήσκευμα

анђео чувар

Анђео чувар је анђео додељен за заштиту и води одређену особу или групу, краљевство или земљу. Веровање у анђели чувари могу бити праћени кроз све ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Top Car Manufacture company

Κατηγορία: Autos   1 5 Όροι

Motorcycles

Κατηγορία: Σπορ   1 14 Όροι