Home > Όροι > Σερβικά > олук

олук

The trough around the edge of the roof that catches and diverts rain.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Real estate
  • Category: General
  • Company: Century 21
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sanja Milovanovic
  • 0

    Όροι

  • 5

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Footwear Category: Childrens shoes

Вештачки материјали/вештачке коже

Сви материјали који не потичу од природне коже, а који су обрађени и дизајнирани да изгледају и имају функцију праве коже.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

World's Top Economies in 2014

Κατηγορία: Business   1 5 Όροι

International Commercial

Κατηγορία: Business   1 5 Όροι