Home > Όροι > Σερβικά > лампа

лампа

The term used to refer to the complete light source package, including the inner parts as well a the outer bulb or tube. "Lamp", of course, is also commonly used to refer to a type of small light fixture such as a table lamp.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Lights & lighting
  • Category: Lighting products
  • Company: GE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Vladislava Vitic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Festivals

Lepljive knedlice od pirinča

Lepljive knedlice od pirinča, takođe poznate kao "zongzi" ili 粽子 na pojednostavljenom mandarinskom. Jedu se za vreme '''Dragon Boat'' festivala. Prave ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The history of coffee

Κατηγορία: Ιστορία   2 5 Όροι

Futures

Κατηγορία: Business   1 20 Όροι