Home > Όροι > Σερβικά > mikrofon

mikrofon

Uređaj (transduktor) koji se koristi da pretvori zvučne talase u digitalne ili analogne signale; obično se priključuje u pojačivač i koristi za snimanje ili puštanje u etar.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): mic_₀
  • Blossary: Viser
  • Κλάδος/Τομέας: Events
  • Category: Awards
  • Company: Volkswagen
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

sonjap
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Communication Category: Postal communication

делтиологија

Делтиологија се односи на сакупљање и проучавање разгледница, обично из хобија.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

the art of african music

Κατηγορία: Other   1 2 Όροι

Bang & Olufsen

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 4 Όροι