Home > Όροι > Σερβικά > šlepovanje
šlepovanje
To piggyback is to gain unauthorized access to a system by exploiting an authorized user's legitimate connection.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Software
- Category: Anti virus
- Company: McAfee
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Footwear Category: Childrens shoes
Вештачки материјали/вештачке коже
Сви материјали који не потичу од природне коже, а који су обрађени и дизајнирани да изгледају и имају функцију праве коже.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Yachting(31)
- Ship parts(4)
- Boat rentals(2)
- General sailing(1)
Sailing(38) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- Δορυφόροι(455)
- Διαστημόπλοια(332)
- Συστήματα ελέγχου(178)
- Space shuttle(72)
Αεροπορία(1037) Terms
- Human evolution(1831)
- Evolution(562)
- General archaeology(328)
- Archaeology tools(11)
- Προϊόντα Τέχνης(8)
- Dig sites(4)