Home > Όροι > Σερβικά > Талог

Талог

Нерастворна супстанца која се гради растварањем супстанци у неком раствору. На пример, мешање раствора сребро-нитрата и натријум-хлорида производи талог, нерастворни сребро-хлорид (заједно са растворљивим натријум- нитратом).

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Chemistry
  • Category: General chemistry
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

padimo
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Grains

ригатони

A large ribbed (grooved), tubular pasta that is cut into segments approximately 2 to 3 inches in length.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Tools

Κατηγορία: Other   1 20 Όροι

Indonesia

Κατηγορία: Γεωγραφία   2 7 Όροι