Home > Όροι > Σερβικά > štampač
štampač
vrsta periferijskog uređaja koji proizvodi štampanu kopiju podataka generisanih od strane kompjutera na papiru ili drugom medijumu
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές
- Category: PC peripherals
- Company: Lexmark
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category:
деипнософиста
A person who is a master of dinner-table conversation.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)
Αυτόματες συσκευές(1051) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)
Μπαρ & νυχτερινά κέντρα(63) Terms
- Electricity(962)
- Gas(53)
- Sewage(2)
Utilities(1017) Terms
- Software engineering(1411)
- Productivity software(925)
- Unicode standard(481)
- Workstations(445)
- Computer hardware(191)
- Desktop PC(183)
Υπολογιστές(4168) Terms
- Skin care(179)
- Cosmetic surgery(114)
- Στυλ μαλλιών(61)
- Breast implant(58)
- Cosmetic products(5)