Home > Όροι > Σερβικά > škamp

škamp

A small, meaty crustacean found in both fresh and salt water. Most varieties are high in protein and relatively low in calories and fat. Their firm texture and adaptable flavor make it a guest favorite.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Seafood
  • Category: General seafood
  • Company: Red Lobster
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marija Stevanovic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Psychiatry Category: Phobias

akustikofobija

Akustikofobija ili fonofobija je strah od glasnih zvukova. Može da označava i strah od glasova, ili strah od vlastitog glasa. Na primer, slušanje CD-a ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

British food

Κατηγορία: Food   1 1 Όροι

Rhetoric of the American Revolution

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 20 Όροι