Home > Όροι > Σερβικά > losos

losos

A meaty fish with firm, flavorful flesh. High in protein, the meat is an excellent source of Omega-3 fatty acids. It can often be found on our fresh fish menu, depending on season and availability.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Seafood
  • Category: General seafood
  • Company: Red Lobster
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Armana
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 11

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Personal care products Category: Makeup

руменило

Usually a peachy or pinkish highlighter used to create natural rosy cheeks. Applied properly, blush can create a refreshed and energetic look.

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Abenomics

Κατηγορία: Politics   1 3 Όροι

Rediculous Celebrity Kids Names

Κατηγορία: Arts   2 3 Όροι