Home > Όροι > Σερβικά > тињајући

тињајући

A slow, flameless, smoking burning of a fabric.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Textiles
  • Category: Manufactured fibers
  • Company: Celanese
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Dragan Zivanovic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 10

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ανθρωποι Category: Αθλητές

Флојд Мејведер

Born Floyd Sinclair on February 24, 1977, an American professional boxer. He is a five-division world champion, where he won nine world titles in five ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The Most Beautiful and Breathtaking Places in the World

Κατηγορία: Travel   2 14 Όροι

Discworld Books

Κατηγορία: Λογοτεχνία   4 20 Όροι