Home > Όροι > Σερβικά > напон

напон

An expression of electric force, or pressure. One volt being the force needed to move one amp against one ohm resistance.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Real estate
  • Category: General
  • Company: Century 21
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Wendy Kroy
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

toner

Toner je deo sistema čišćenja lica. Koristi se nakon klenzera i njime se uklanjanju ostaci klenzera i koža se vraća na svoj prirodni pH nivo.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

test

Κατηγορία: Other   1 1 Όροι

Glossary of environmental education

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 41 Όροι