Home > Όροι > Σερβικά > pojačavač

pojačavač

Uređaj koji povećava amplitudu električnog signala, pogotovu uređaj koji koristi tranzistore i elektronske cevi.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): amp_₀
  • Blossary: Viser
  • Κλάδος/Τομέας: Events
  • Category: Awards
  • Company: Volkswagen
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Dragan Zivanovic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 10

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ανθρωποι Category: Αθλητές

Флојд Мејведер

Born Floyd Sinclair on February 24, 1977, an American professional boxer. He is a five-division world champion, where he won nine world titles in five ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Astrill

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 2 Όροι

Financial contracts

Κατηγορία: Νομική   2 12 Όροι