Home > Όροι > Σερβικά > pojačavač

pojačavač

Uređaj koji povećava amplitudu električnog signala, pogotovu uređaj koji koristi tranzistore i elektronske cevi.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): amp_₀
  • Blossary: Viser
  • Κλάδος/Τομέας: Events
  • Category: Awards
  • Company: Volkswagen
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Ivan Andrijasevic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: National holidays

Dan zahvalnosti

Godišnji praznik koji se slavi drugog ponedeljka oktobra u Kanadi i četvrtog četvrtka novembra u SAD-u. Dan zahvalnosti se uglavnom slavi velikim ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

PAB Security

Κατηγορία: Business   1 78 Όροι

Dead Space 3

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 3 Όροι