Home > Όροι > Σερβικά > овлашћење

овлашћење

The ability to perform an operation, act, or function with a computer resource (for example, run, modify or show). The means by which the ability is explicitly enabled or restricted in some way.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές
  • Category: Workstations
  • Company: Sun
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Dragan Zivanovic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 10

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αεροπορία Category: Διαστημόπλοια

спејс шатл

A reusable spacecraft with wings developed by the U.S. National Aeronautics and Space Administration (NASA) for human spaceflight missions. The first ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Caviar

Κατηγορία: Food   2 4 Όροι

Most Famous Cultural Monuments Around the World

Κατηγορία: Ιστορία   5 16 Όροι