Home > Όροι > Σερβικά > бељење

бељење

The technique of applying a chemical agent, usually hydrogen peroxide, to the teeth to whiten them.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Aleksandar Dimitrijević
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Tourism & hospitality Category: Landmarks

Велики кинески зид

Велики кинески зид је низ камених и земљаних утврђења у северној Кини, направљен да заштити северне границе кинеске империје против упада од стране ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Medecine: Immunodeficiency and pathophysiology

Κατηγορία: Επιστήμη   2 22 Όροι

Rewind Youtube 2014

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 9 Όροι