Home > Όροι > Σερβικά > бељење

бељење

The technique of applying a chemical agent, usually hydrogen peroxide, to the teeth to whiten them.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Dragan Zivanovic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 10

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ενέργεια Category: Hydroelectric

Хуверова брана

Named one of the Top 10 Construction Achievements of the 20th Century, Hoover Dam was the largest of its kind at the time and many years after. ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Western Otaku Terminology

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 20 Όροι

Argentina National Football Team 2014

Κατηγορία: Σπορ   2 23 Όροι