Home > Όροι > Σερβικά > контаминација

контаминација

The pollution of a lubricant by an external agent.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Machine tools
  • Category: Bearings
  • Company: Timken
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

sinisa632
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Λογοτεχνία Category: Chilldren's literature

раме анђео

Раме анђео је уређај земљиште користи за било драматичног или хумористичан ефекта у анимацији и стрипова (и повремено у ливе-ацтион телевизија). Анђео ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Poptropica

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 10 Όροι

The art economy

Κατηγορία: Arts   1 7 Όροι