Home > Όροι > Σερβικά > инхибитор
инхибитор
A substance that retards or prevents a chemical or physical change. In textiles, a chemical agent that is added to prevent fading, degradation, or other undesirable effects.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Textiles
- Category: Manufactured fibers
- Company: Celanese
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
трансплантација лица
A face transplant is a medical surgery that replaces all or parts of an individual's face. This surgery treats people with facial disfigurement due to ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
Top 10 Bottled Waters
Κατηγορία: Εκπαίδευση 1 10 Όροι
Browers Terms By Category
- SSL certificates(48)
- Wireless telecommunications(3)
Wireless technologies(51) Terms
- ISO standards(4935)
- Six Sigma(581)
- Capability maturity model integration(216)
Quality management(5732) Terms
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)
Γεωργικές χημικές ουσίες(2207) Terms
- Legal documentation(5)
- Technical publications(1)
- Marketing documentation(1)