Home > Όροι > Σερβικά > инхибитор

инхибитор

A substance that retards or prevents a chemical or physical change. In textiles, a chemical agent that is added to prevent fading, degradation, or other undesirable effects.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Textiles
  • Category: Manufactured fibers
  • Company: Celanese
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Dragan Zivanovic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 10

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υγεία Category: Surgery

трансплантација лица

A face transplant is a medical surgery that replaces all or parts of an individual's face. This surgery treats people with facial disfigurement due to ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Real-Property

Κατηγορία: Business   1 1 Όροι

Top 10 Bottled Waters

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 10 Όροι