Home > Όροι > Σερβικά > šlepovanje

šlepovanje

To piggyback is to gain unauthorized access to a system by exploiting an authorized user's legitimate connection.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Software
  • Category: Anti virus
  • Company: McAfee
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Wendy Kroy
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

senka za oči

Šminka u boji koja se stavlja na kapke. Senka za oči dolazi u nekoliko oblika: u puderu, kremastom, gel, tečnom obliku, u vidu pene ili kao olovka. ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Spots For Your 2014 Camping List

Κατηγορία: Travel   1 9 Όροι

Blue Eye

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 1 Όροι