Home > Όροι > Σερβικά > плацебо
плацебо
A substance or treatment that has no effect on human beings.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Υγεία; Pharmaceutical
- Category: Vaccines
- Company: U.S. CDC
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
Aortni zalistak
Aortni zalistak je glavni srcani prolaz izmedju leve komore i aorte. Aortni zalistak moze biti pogodjen razlicitim problemima koji dovode do ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Wine bottles(1)
- Soft drink bottles(1)
- Beer bottles(1)
Glass packaging(3) Terms
- Hair salons(194)
- Laundry facilities(15)
- Vetinary care(12)
- Death care products(3)
- Gyms(1)
- Portrait photography(1)
Consumer services(226) Terms
- Human evolution(1831)
- Evolution(562)
- General archaeology(328)
- Archaeology tools(11)
- Προϊόντα Τέχνης(8)
- Dig sites(4)
Αρχαιολογία(2749) Terms
- Railroad(457)
- Train parts(12)
- Trains(2)