Home > Όροι > Σερβικά > реновирање

реновирање

1.Чин побољшања обнављањем и реновирањем. 2.Стање повратка на своју некадашњу добру форму.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

sonjap
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Fruits

krastavac

A long, green, cylinder-shaped member of the gourd family with edible seeds surrounded by mild, crisp flesh. Used for making pickles and usually eaten ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Greek Landscape: Rivers and Lakes

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 20 Όροι

Stupid Laws Around the World

Κατηγορία: Νομική   2 10 Όροι