Home > Όροι > Σερβικά > прљање
прљање
The staining or smudging of textile materials resulting from the deposit of dirt, oil undesirable dye, etc.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Textiles
- Category: Manufactured fibers
- Company: Celanese
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Dan Sotnikov
0
Όροι
18
Γλωσσάρια
1
Οπαδοί
Interesting facts about Russia
Κατηγορία: Γεωγραφία 1 4 Όροι
Browers Terms By Category
- General architecture(562)
- Bridges(147)
- Castles(114)
- Landscape design(94)
- Architecture contemporaine(73)
- Skyscrapers(32)
Architecture(1050) Terms
- Prevention & protection(6450)
- Fire fighting(286)
Fire safety(6736) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- General seafood(50)
- Shellfish(1)