Home > Όροι > Σερβικά > корисник (безбедност)

корисник (безбедност)

An individual (or application program) identity that has been authenticated. A user can have a set of roles associated with that identity, which entitles the user to access all resources protected by those roles.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές
  • Category: Workstations
  • Company: Sun
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sanja Milovanovic
  • 0

    Όροι

  • 5

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Food additives

Нутела(Nutella)

Нутела је бранд чоколадног намаза који производи италијанска компанија Фереро(Ferrero), представљен на тржишту 1963. године. Рецепт је развијен од ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Strange Animals

Κατηγορία: Animals   1 13 Όροι

Chinese Dynasties and History

Κατηγορία: Ιστορία   1 9 Όροι