Home > Όροι > Σερβικά > материца

материца

The hollow, pear-shaped, muscular organ in which a baby grows.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Parenting
  • Category: Pregnancy
  • Company: Everyday Health
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Tijana Biberdzic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ιστορία Category: Παγκόσμια ιστορία

Ледено доба

Хладне фазе плеистоценске епохе, период екстремне осцилације у глобалној температури са одговарајућим ширењем и скупљањем поларних ледених покривача. ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Ford Vehicles

Κατηγορία: Autos   3 252 Όροι

Material Engineering

Κατηγορία: Μηχανική   1 20 Όροι