Home > Όροι > Σερβικά > вискозност
вискозност
The ability of a liquid to flow. The higher the viscosity, the slower the liquid flows.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Biotechnology; Ενέργεια
- Category: Biofuel
- Company: Grist
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Architecture Category: General architecture
иза сцене
Задњи део сцене који обично остаје ван видокруга публике. Служи као остава за сценографије које су потребне за представу која је у току или која тек ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Christmas(52)
- Easter(33)
- Spring festival(22)
- Thanksgiving(15)
- Spanish festivals(11)
- Halloween(3)
Festivals(140) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)
Μπαρ & νυχτερινά κέντρα(63) Terms
- Poker(470)
- Chess(315)
- Bingo(205)
- Consoles(165)
- Παιχνίδα Υπολογιστή(126)
- Gaming accessories(9)
Παιχνίδια(1301) Terms
- Λεξιλόγιο SAT(5103)
- Κολέγια & Πανεπιστήμια(425)
- Teaching(386)
- Γενική εκπαίδευση(351)
- Higher education(285)
- Γνώση(126)
Εκπαίδευση(6837) Terms
- Yachting(31)
- Ship parts(4)
- Boat rentals(2)
- General sailing(1)