Home > Όροι > Filipino (TL) > aedicule

aedicule

A canopied niche framed by colonettes, resembling a temple and intended as a shrine or votive offering; a doorway or window flanked by a pair of columns and topped by a pediment.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Building materials
  • Category: Stone
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

FiliWiki
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Fruits

pipino

A long, green, cylinder-shaped member of the gourd family with edible seeds surrounded by mild, crisp flesh. Used for making pickles and usually eaten ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Pyrenees

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 14 Όροι

Nasal Sprays

Κατηγορία: Health   1 9 Όροι