Home > Όροι > Filipino (TL) > pipino

pipino

A long, green, cylinder-shaped member of the gourd family with edible seeds surrounded by mild, crisp flesh. Used for making pickles and usually eaten raw. Cucumbers have been cultivated for thousands of years.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables
  • Category: Fruits
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Stephanie Cuevas
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

kakayahan ng pagsasalita

skills or abilities in oral speech, ability of speech, fluency in speaking

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

U.S.-China economic dialogues

Κατηγορία: Languages   2 10 Όροι

Boat Types

Κατηγορία: Σπορ   1 8 Όροι