Home > Όροι > Filipino (TL) > dibidendo

dibidendo

A payment of income by a company to its shareholders.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Economy
  • Category: Economics
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mavel Morilla
  • 0

    Όροι

  • 2

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Snack foods Category: Sandwiches

sanwits

Ang sanwits ay mula sa isa o higit pang hiwa ng tinapay na may nakagpapalusog na palaman sa pagitan nito. Anumang uri ng tinapay, krema, o pan de unan ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Halloween

Κατηγορία: Κουλτούρα   8 3 Όροι

Computer-Assisted Translation (CAT)

Κατηγορία: Languages   2 5 Όροι