Home > Όροι > Filipino (TL) > dupel

dupel

Ang isang malaking silindrikal na bag ng mabibigat na tela para sa pagdala ng mga personal na ari-arian.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Luggage & bags
  • Category: Handbags
  • Company: Gucci
  • Προϊόν: New Bamboo
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Danilo R. dela Cruz Jr.
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Terminology management

Ang Aking Glosaryo

My Glossary enables freelance translators, technical writers, and content managers to store, translate, and share personal glossaries on ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Serbian Monuments

Κατηγορία: Arts   2 19 Όροι

Shakespeare's Vocabulary

Κατηγορία: Λογοτεχνία   6 20 Όροι