Home > Όροι > Filipino (TL) > proseso

proseso

A definition for an automated workflow consisting of steps, including the actions the workflow should take at each step, and the rules the workflow should use to proceed to the next step.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Software
  • Category: CRM applications
  • Company: Microsoft
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Danilo R. dela Cruz Jr.
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ανθρωποι Category: Pageantry

Teresa Scanlan

The winner of the 2011 Miss America pageant. Scanlan, A 17-year-old and recent high school graduate from the western Nebraska town of Gering captured ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

French Saints

Κατηγορία: Θρησκεία   1 20 Όροι

Semiotics

Κατηγορία: Επιστήμη   3 10 Όροι