Home > Όροι > Filipino (TL) > gawain

gawain

Isang pangkalahatang aktibidad na kumakatawan sa trabaho na kinakailangan upang gawin.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Software
  • Category: CRM applications
  • Company: Microsoft
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Stephanie Cuevas
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

kakayahan ng pagsasalita

skills or abilities in oral speech, ability of speech, fluency in speaking

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Financial Derivatives

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 3 Όροι

Scandal Characters

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 18 Όροι