Home > Όροι > Filipino (TL) > ahensiya

ahensiya

Commercial organisation that provides a set of services in architecture. It oftens gathers several architects.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mavel Morilla
  • 0

    Όροι

  • 2

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Events Category: Disasters

Tsernobil

Isang kalamidad na naganap sa Chernobyl kapangyarihan sa planta ng kuryente noong 1986, kung saan isa sa apat na reaktor ng nukleyar sa planta ay ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Blood Types and Personality

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 4 Όροι

French Saints

Κατηγορία: Θρησκεία   1 20 Όροι