Home > Όροι > Filipino (TL) > krimen
krimen
Human conduct in violation of the criminal laws of a state, the federal government, or a local jurisdiction which has the power to make such laws.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: Criminology
- Company: Pearson Prentice Hall
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Video games Category: General gaming
Electronikong Pangganyak na eksibisyon (E3)
Ang taon-taon na pagpupulong na gaganapin tuwing Hunyo sa Los Angeles, kung saan ang mga tagalikha ng larong video ay ipinakikita at ipinahahayag ang ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
afw823
0
Όροι
10
Γλωσσάρια
2
Οπαδοί
Top Ski Areas in the United States
Κατηγορία: Γεωγραφία 2 9 Όροι
Browers Terms By Category
- Γενική αστρονομία(781)
- Astronaut(371)
- Planetary science(355)
- Moon(121)
- Comets(101)
- Mars(69)
Αστρονομία(1901) Terms
- Cultural anthropology(1621)
- Physical anthropology(599)
- Mythology(231)
- Applied anthropology(11)
- Αρχαιολογία(6)
- Ethnology(2)
Anthropology(2472) Terms
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)
Γεωργικές χημικές ουσίες(2207) Terms
- Authors(2488)
- Αθλητές(853)
- Politicians(816)
- Comedians(274)
- Personalities(267)
- Popes(204)
Ανθρωποι(6223) Terms
- Electricity(962)
- Gas(53)
- Sewage(2)