Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > autorización

autorización

Proceso de determinar si un usuario, dispositivo u otra entidad tiene permitido el acceso a un recurso particular o a una función predeterminada (dentro de un recurso) a través de un método de acceso específico. Basado en la definición encontrada en http://www.csgnetwork.com/glossaryl.html

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές
  • Category: Workstations
  • Company: Sun
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

kokopelli
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Observances

Día de Steve Jobs

Fue propuesto por la agencia digital de publicidad Studiocom, el día de Steve Jobs es en celebración de la grandeza que Jobs alcanzó durante su vida. ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Cloud Computing

Κατηγορία: Τεχνολογία   2 4 Όροι

Christian Prayer

Κατηγορία: Θρησκεία   2 19 Όροι