Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > abceso

abceso

A local accumulation of pus anywhere in the body.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: Hospitals
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sysop02
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation

navajo

El navajo es un idioma del pueblo navajo, un pueblo indígena del suroeste de los Estados Unidos.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

typhoon

Κατηγορία: Other   1 17 Όροι

The World's Most Insanely Luxurious Houses

Κατηγορία: Other   1 10 Όροι