Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > albino

albino

animals or plants with absence of pigmentation. In animals, lacking pigmentation in the hair, eyes, and skin. In plants, partial or total lacking of natural pigments or chlorophyll.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Aranae
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Weather Category: Seasons

invierno

La estación con temperaturas más frías del año, entre el otoño y la primavera. Desde el solsticio de invierno los días se hacen más cortos y las ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Parkinson’s Disease

Κατηγορία: Health   1 20 Όροι

JK. Rowling

Κατηγορία: Λογοτεχνία   2 8 Όροι