Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > albino

albino

animals or plants with absence of pigmentation. In animals, lacking pigmentation in the hair, eyes, and skin. In plants, partial or total lacking of natural pigments or chlorophyll.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ψυχαγωγία Category: Μουσική

Adam Young

Un músico estadounidense que fundó la banda Owl City a través de MySpace. Firmó con la casa disquera Universal Republic en 2009. Antes de firmar ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Traducción automática y asistida por ordenador

Κατηγορία: Languages   1 12 Όροι

Top 10 Bottled Waters

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 10 Όροι