Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > aleloquímicos

aleloquímicos

Chemical substances released by one organism exerting behavioral or physiological effects in another organism, usually adversely.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

La válvula aórtica

La válvula aórtica es la entrada principal del corazón entre el ventrículo izquierdo y la aorta. La válvula aórtica puede verse afectada por una serie ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Traducción automática y asistida por ordenador

Κατηγορία: Languages   1 12 Όροι

Top 10 Bottled Waters

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 10 Όροι

Browers Terms By Category