Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > aleación

aleación

A mixture of two or more metals created to enhance the strength and/or appearance of a particular metal.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Jewelry
  • Category: Κοσμήματα
  • Company: Kay Jewelers
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Water bodies Category: Oceans

océano

The ocean covers nearly 71% of the Earth’s surface and is divided into major oceans and smaller seas. The three principal oceans, the Pacific, ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

10 Best Bali Luxury Resorts

Κατηγορία: Travel   1 10 Όροι

Lamborghini Models

Κατηγορία: Μηχανική   2 2 Όροι