Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > aleación
aleación
A mixture of two or more metals created to enhance the strength and/or appearance of a particular metal.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Jewelry
- Category: Κοσμήματα
- Company: Kay Jewelers
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Water bodies Category: Oceans
océano
The ocean covers nearly 71% of the Earth’s surface and is divided into major oceans and smaller seas. The three principal oceans, the Pacific, ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
10 Best Bali Luxury Resorts
Κατηγορία: Travel 1 10 Όροι
Browers Terms By Category
- Γενική αστρονομία(781)
- Astronaut(371)
- Planetary science(355)
- Moon(121)
- Comets(101)
- Mars(69)
Αστρονομία(1901) Terms
- Characters(952)
- Fighting games(83)
- Shmups(77)
- General gaming(72)
- MMO(70)
- Rhythm games(62)
Video games(1405) Terms
- Automobile(10466)
- Motorcycles(899)
- Automotive paint(373)
- Tires(268)
- Vehicle equipment(180)
- Auto parts(166)
Κατασκευή Αυτοκινήτων(12576) Terms
- Project management(431)
- Mergers & acquisitions(316)
- Human resources(287)
- Relocation(217)
- Marketing(207)
- Οργάνωση Εορτών(177)
Business services(2022) Terms
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)