Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > aleación

aleación

A mixture of two or more metals created to enhance the strength and/or appearance of a particular metal.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Jewelry
  • Category: Κοσμήματα
  • Company: Kay Jewelers
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Elisabeth Brizuela
  • 0

    Όροι

  • 2

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Καθολική εκκλησία

Sínodo

Reunión de obispos de una provincia eclesiástica o patriarcado (e incluso del mundo entero, como el Sínodo de los Obispos) que se realiza para tratar ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Christmas Markets

Κατηγορία: Travel   1 4 Όροι

Rastafari

Κατηγορία: Other   1 9 Όροι