Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > amperios

amperios

Medida de corriente eléctrica.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Fishing
  • Category: Fishing
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Biology Category: Anatomy

laringe

The larynx (plural larynges), commonly called the voice box, is an organ in the neck of mammals involved in protecting the trachea and sound ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Daisy

Κατηγορία: Animals   4 1 Όροι

Top Car Manufacture company

Κατηγορία: Autos   1 5 Όροι