Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > antígeno

antígeno

A foreign substance that stimulates an immune response.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Veterinary health
  • Category: Veterinary care
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

dskorce
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: National holidays

Día de Canadá

El Día de Canadá se celebra la unión de las tres colonias británicas (Nueva Escocia, Nueva Brunswick, y la Provincia de Canadá) que hoy en día forman ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Blogs

Κατηγορία: Λογοτεχνία   1 76 Όροι

Property contracts

Κατηγορία: Νομική   2 28 Όροι